- κλιβανισμός
- οαπολύμανση που γίνεται με κλίβανο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλιβανισμός — ο [κλιβανίζω] κατεργασία θέρμανσης ή ξήρανσης ή αποστείρωσης σε θάλαμο με ρυθμιζόμενη ατμόσφαιρα … Dictionary of Greek
εγχειρήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις — Κάθε πράξη που εκτελείται στο ανθρώπινο σώμα με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί νόσος, τραυματισμός ή δυσμορφία. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται σήμερα είναι πολυάριθμες και δεν είναι παρακινδυνευμένο να… … Dictionary of Greek
φούρνισμα — το, ατος ψήσιμο στο φούρνο, κλιβανισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)